Μικρές ζωές

H Ισιδώρα πέρασε με δυσκολία μέσα από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί γύρω από το καφενεδάκι του κυρ Μιχάλη. "Chicago γίναμε" άκουσε να λέει δίπλα της ένας ηλικιωμένος κουνώντας περίλυπα το κεφάλι του. Γύρισε και τον κοίταξε καθώς αυτός συνέχιζε το παραμιλητό του, "βέβαια τι περιμένεις αφού μαζεύτηκαν εδώ οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ"; "Άκουσα ότι πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Χρωστούσε ο κυρ Μιχάλης. Είχε μπλέξει με τζόγο και τον φάγανε οι τοκογλύφοι" άκουσε να λέει συνωμοτικά μια κυρία στη διπλανή της. Η Ισιδώρα δεν άντεχε να τους ακούει. Σκουντώντας και σπρώχνοντας βρέθηκε μπροστά στην κορδέλα της αστυνομίας που είχε τοποθετηθεί γύρω από το μαγαζί του κυρ Μιχάλη. "Τι συνέβη;" ρώτησε έναν αστυνομικό. "Κάντε πιο πίσω κυρία μου. Είστε σε χώρο εγκλήματος" της απάντησε απότομα ο νεαρός αστυνομικός. "Τι συνέβη;" ξαναρώτησε η Ισιδώρα πιο απότομα αυτή τη φορά. "Είμαι φίλη του ιδιοκτήτη. Είναι καλά; Τι συνέβη; Απαντήστε μου". 

Ο απότομος νεαρός αστυνομικός μαλάκωσε ξαφνικά."Είστε φίλη του είπατε; Άγνωστοι τον πυροβόλησαν. Δε γνωρίζουμε ακόμα πολλά. Το θύμα έχει μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Η ομάδα μας ερευνά τον χώρο και παίρνει καταθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες. Ίσως θα μπορούσατε να μας βοηθήσετε και εσείς αφού γνωρίζατε το θύμα. Κάθε λεπτομέρεια είναι σημαντική σε τέτοιες περιπτώσεις. Καλύτερα όμως να μιλήσετε με τον επιθεωρητή που έχει αναλάβει την υπόθεση. Είναι ο αστυνόμος Γεωργίου." είπε ο νεαρός αστυνομικός δείχνοντας της έναν κύριο που στεκόταν δίπλα από την πόρτα του καφενείου και κοιτούσε με ενδιαφέρον το πάτωμα. Έκανε να προχωρήσει προς το μέρος του αλλά μετά πρόσεξε τι παρατηρούσε με τόση προσοχή. Μια λίμνη αίματος  και δίπλα τρεις κάλυκες από σφαίρες. Σφαίρες που ίσως να στερούσαν τη ζωή του Μιχάλη. Του Μιχάλη που δεν είχε φταίξει σε τίποτα αλλά είχε πληρώσει για τα πάντα. 

Πλησίασε αποφασισμένη τον επιθεωρητή και με δυνατή φωνή που τον ξάφνιασε είπε "Γνώριζα το θύμα και θέλω να καταθέσω". Ο επιθεωρητής γύρισε και την κοίταξε απορημένος. Ναι δεν είχε αμφιβολία πώς μπορεί να γνώριζε το θύμα αλλά δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα να τον βοηθήσει. Η υπόθεση ήταν πολύ περίεργη και αυτός  δεν είχε καθόλου χρόνο για να τον σπαταλήσει σε γέρικες ανοησίες και μοιρολόγια. Παρόλα αυτά κάτι του έλεγε πώς έπρεπε να ακούσει αυτή την ηλικιωμένη με τα όμορφα υγρά μάτια. "Περιμένετε μισό λεπτό" της είπε και προχώρησε στο εσωτερικό του καφενείου για να συνομιλήσει με τους άλλους αστυνομικούς που ερευνούσαν τον χώρο. Η Ισιδώρα που είχε έρθει αποφασισμένη να τα ομολογήσει όλα ξαφνικά δείλιασε και άρχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω. Τι θα έλεγε; Ότι ένα κύκλωμα εμπορίας παιδιών αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Μιχάλη; Ότι ένα κύκλωμα τους εκβιάζει; Ένα κύκλωμα στο οποία είναι μπλεγμένη και αυτή; Και η Ελπίδα; Και ο Φώτης και η Νάντια και τόσοι άλλοι; Ένα κύκλωμα που θα τους σκοτώσει εάν τους προδώσει. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι αυτή τη στιγμή σίγουρα την παρακολουθούσαν. Μια κάννη όπλου ήταν σίγουρα στραμμένη πάνω της περιμένοντας τη στιγμή που θα πάει να ανοίξει το στόμα της. Δεν τους φοβόταν, ούτε για τη ζωή της νοιαζόταν πια αλλά μια αρχέγονη δύναμη αυτοσυντήρησης την έκανε να το βάλει στα πόδια. Μπλέχτηκε μέσα στο πλήθος που είχε μαζευτεί από περιέργεια και άρχισε να τρέχει με πρωτοφανή για την ηλικία της δύναμη.

Αγάπης 33. Καθώς παρκάρανε το αυτοκίνητο η Ελπίδα δε μπόρεσε να μη σκεφτεί το πόσο ειρωνικό ήταν που το σπίτι που ίσως να γινόταν ο τάφος της ήταν στην οδό Αγάπης. Δε το είχε σκεφτεί ποτέ αλλά πλέον ήταν σίγουρη ότι ο Φώτης είχε επιλέξει το συγκεκριμένο σπίτι λόγω της ονομασίας του δρόμου. Ο γλυκός, ρομαντικός της Φώτης. Στη θύμηση του δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. "Οχι" σκέφτηκε "δε μπορείς να λυγίσεις τώρα". Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε στην πυλωτή της πολυκατοικίας. Σήκωσε το τρίτο πλακάκι αριστερά του τοίχου με τα ρολόγια μέτρησης της ΔΕΗ και από κάτω βρήκε το κλειδί του διαμερίσματος. Όταν έπιασε το κλειδί στο χέρι της ήταν σαν να επικοινώνησε ξανά με τον Φώτη "Θεέ μου κάνε να είναι ζωντανός" ευχήθηκε καθώς τοποθετούσε το πλακάκι πίσω στη θέση του με προσοχή. Ο Ανέστης την κοιτούσε απορημένος. "Έλα πάμε πάνω" του είπε ζεστά. Θα στα εξηγήσω όλα".

Ανεβήκανε στο τρίτο όροφο και ανοίξανε την πόρτα του διαμερίσματος. Το διαμέρισμα δεν ήταν αυτό που περίμενε ο Ανέστης. Περίμενε να αντικρίσει μια γιάφκα, έναν άδειο  χώρο σαν αποθήκη και αντ' αυτού βρήκε έναν χώρο έτοιμο να υποδεχτεί ένα νεόνυμφο ζευγάρι. Ο Φώτης είχε προσέξει και την τελευταία λεπτομέρεια. Είχε ακόμα και κάδρα στους τοίχους. Η Ελπίδα δεν απόρησε με την πληρότητα του σπιτιού. "Ξέρεις, όταν σου έχει λείψει τόσο πολύ ένα σπίτι όσο στα παιδιά που μεγαλώσαμε σε ιδρύματα τότε προσπαθείς να δημιουργείς σπιτικά όπου και εάν πηγαίνεις. Σαν να προσπαθείς να ξορκίσεις το κακό που σου κάνανε. Σαν να προσπαθείς να επανορθώσεις για όλες τις ελλείψεις της παιδικής σου ηλικίας. Κάθισε, έχουμε να πούμε πολλά" του είπε ενώ ταυτόχρονα έψαχνε στα ντουλάπια. Δεν είχε φάει τίποτα εδώ και δύο μέρες. Δεν πεινούσε αλλά ήξερε πώς οι καταστάσεις απαιτούσαν να έχει όλες τις δυνάμεις της. Έβγαλε δυο κονσέρβες με φασόλια, τις άδειασε σε δύο πιάτα και τα έβαλε να ζεσταθούν στο φούρνο μικροκυμάτων. Ζεστό φρεσκομαγειρεμένο φαγητό κονσέρβας για σήμερα! Είπαμε, η ανάγκη για τη ψευδαίσθηση της οικογένειας είναι πολύ έντονη σε μας τα ορφανά" είπε ειρωνικά και με πικρία η Ελπίδα. "Θέλω να μάθω τα πάντα για σένα" της είπε ο Ανέστης καθώς έπαιρνε θέση δίπλα της στο τραπέζι. "Σε τι ιστορία είσαι μπλεγμένη;"

"Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο" ξεκίνησε να αφηγείται η Ελπίδα βάζοντας ταυτόχρονα μια γενναία μπουκιά από φασόλια στο στόμα της. Ο Φώτης και η Νάντια ήταν οι καλύτεροι μου φίλοι. Ορφανοί και αυτοί ή μάλλον καλύτερα αγνώστων στοιχείων! Αυτούς δεν τους πείραζε. Είχαν αποδεχτεί ότι δε θα βρουν ποτέ τους γονείς τους. Νομίζω ότι δεν τους ένοιαζε κιόλας! Εγώ, όμως...Ήθελα να βρω από που κατάγομαι! Τότε ήταν που μπλέχτηκα με τη Λεγεώνα. Μου υποσχέθηκαν ότι θα μου βρίσκαν τους γονείς μου. Ότι ξέρανε ποιοι ήτανε! Εγώ το μόνο που είχα να κάνω ήταν να τους κάνω μια "εξυπηρέτηση". Εγώ τους έμπλεξα και τους άλλους δύο. Αυτοί δε θέλανε να μπλέξουν με τη Λεγεώνα.. Και τώρα μπορεί να είναι και οι δύο νεκροί εξαιτίας μου. Ο Φώτης με παρακαλούσε να το σκάσουμε. Είχε βγάλει ακόμα και πλαστές ταυτότητες για να φύγουμε στο εξωτερικό, να φτιάξουμε τη ζωή μας. Αλλά εγώ δεν ήθελα. Έπρεπε να βρω τις ρίζες μου. Με καταλαβαίνεις;" ρώτησε γεμάτη αγωνία τον Ανέστη. Είχε τόση μεγάλη ανάγκη από παρηγοριά. Τόσο μεγάλη ανάγκη να της πει κάποιος ότι δε φταίει.

Μη κουνιέστε κύριε Μιχάλη σε λίγο έρχεται ο γιατρός είπε η γλυκιά νοσοκόμα. Είχε αρχίσει να επανέρχεται από τη νάρκωση αλλά ακόμα ήταν ζαλισμένος. Θυμάται ότι κάποιος τον φώναξε και μετά θυμάται έναν οξύ πόνο στη κοιλιά του και κάτι ζεστό να τρέχει ανάμεσα από τα χέρια του. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο νεαρός γιατρός. "Μπορείτε να μας αφήσετε για λίγο μόνους με τον ασθενή, δεσποινίς;". Η νεαρή νοσοκόμα βγήκε αμέσως έξω από το δωμάτιο. "Πώς είναι ο αγαπημένος μου καφετζής;" είπε ο νεαρός  γιατρός και έσκυψε πάνω από τον κυρ- Μιχάλη. "Είσαι σκληρό καρύδι τελικά εσύ" του είπε φιλικά. Αλλά τίποτα πάνω του δεν ήταν φιλικό. Τα μάτια του ήταν ψυχρά και είχε αυτό το παγωμένο βλέμμα που ο κυρ-Μιχάλης είχε συναντήσει πολλές φορές τις τελευταίες μέρες...