Ελπίδα

- Με λένε Ελπίδα! Μα τι σημασία έχει; Λένε πως τα ονόματά μας, μας χαρακτηρίζουν, επηρεάζουν το χαρακτήρα και τη ζωή μας. Μα τι ελπίδα δίνω εγώ; Γύρνα καλέ μου άνθρωπε στον καφενέ σου και μη σκαλίζεις ιστορίες που βρωμάνε! Τον έπιασε αγκαζέ τρυφερά, σαν να ήταν δικός της άνθρωπος και τον έβγαλε σιγά και προσεκτικά έξω στο δρόμο, μακριά από το σπίτι των φαντασμάτων!
- Γύρνα στο καφενέ σου καλέ μου άνθρωπε και ξέχνα τι είδες εδώ. Δεν με είδες, δε με ξέρεις.
- Στάσου! Το όνομά σου, πες μου τουλάχιστον αυτό, είναι αληθινό; ικέτευσε σχεδόν σπαρακτικά, μα η κοπέλα με ταχύ βηματισμό χάθηκε στην επόμενη στροφή.

Ο κυρ Μιχάλης, στάθηκε για λίγο μισοζαλισμένος στο πεζούλι. Προσπαθούσε να βάλει όλα τα γεγονότα στη σειρά, όλες τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει, μήπως κι έβγαζε κάποιο λογικό συμπέρασμα.

Πάτροκλος, Αχιλλέας, μαύροι φάκελοι, άνθρωποι-ρομπότ, μια κοπέλα που την έλεγαν Ελπίδα, ένα γράμμα, ένα ίδρυμα, μια αναζήτηση κι ένα χαμένο παλικάρι. Και σε όλα αυτά, να και το σπίτι της οδού Αγριάς, εκεί που μεγάλωσε παίζοντας τα πρώτα χρόνια της ζωής του κι αργότερα μαθαίνοντας τα μυστικά του Έρωτα με την Ισιδώρα.... με τα δυο πιο όμορφα, πράσινα μάτια, που θα αιχμαλώτιζαν για πάντα τη σκέψη του και τη ζωή του....

Αναρρίγησε, μα όχι γιατί έβαλε ψύχρα... Αλήθεια, ήταν η Ισιδώρα του πριν λίγη ώρα στον κήπο ή... μια οπτασία της φαντασίας του; Μήπως το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια και δημιούργησε εικόνες που χρόνια ολόκληρα απεγνωσμένα επιθυμούσε το μέσα του να δει και να ζήσει;
"Θεέ μου! Πάει ξεκούτιανα από τα πενήντα εφτά μου, πάνω στο άνθος μου! Δώσε  μου φώτιση, βρε Μεγάλε... πες μου τι να κάνω;"

Με τα πολλά, κι αφού ο μεγαλοδύναμος φώτιση δεν έστελνε, είδε κι απόειδε, αποφάσισε να γυρίσει στον καφενέ του, που είχε εγκαταλείψει με τόση βιασύνη... Σε όλη τη διαδρομή κατά την επιστροφή του αναρωτιόταν αν είχε προλάβει να κλειδώσει.

"Ελπίδα! Είχε σχέση με το αγόρι, που ερχόταν τις Τετάρτες, λοιπόν! Και το παλικάρι χάθηκε  εξαιτίας της .... μονολογούσε καθώς είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής.
"Έπρεπε να μάθω από που προέρχομαι!" 
"Εγώ προκάλεσα το χαμό του για πάντα... "
"Δεν έπρεπε ποτέ να τους εμπιστευτώ!"
"Ποιους, το φελέκι μου μέσα;  Τα ρομποτάκια στο σπίτι της οδού Αγριάς;"

Έφτασε ιδρωμένος και βαριανασαίνοντας στο καφενείο του. Ευτυχώς, είχε κλειδώσει.
Προς στιγμή σκέφτηκε να καλέσει την αστυνομία. Αλλά και πάλι τι να τους έλεγε; Ποιος λογικός, ανθρώπινος νους θα τον πίστευε; 
"Ναι γεια σας. Χάθηκε ένας νεαρός, γύρω στα 30 με πολυφορεμένα ρούχα, με βλέμμα ψυχρό, που έπινε φραπέ, σκέτο, αχτύπητο και κρατούσε έναν φάκελο".

"Ωραία στοιχεία! Θα με πάρουν με τις πέτρες το λιγότερο!
Ρε μπας και τα γεράματα μου χτυπούν την πόρτα; Πώς το είπανε τις προάλλες στη τηλεόραση ότι παθαίνουν οι μεγάλοι άνθρωποι; Αλτσαχάμερ ή κάπως έτσι, το είπανε! Α, θα πρέπει να πάω στον Θόδωρο να με εξετάσει το συντομότερο!" μονολόγησε και βάλθηκε στη συνέχεια να φτιάξει τα τραπεζάκια και τις καρέκλες που είχε αναποδογυρίσει όταν το έσκασε τρέχοντας με το γράμμα στο χέρι, ακολουθώντας τα ίχνη της κοπέλας.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, είχε κάνει κι είχε πιει έναν ελληνικό καφέ και είχε ξεχαστεί,κάποιοι μόνιμοι θαμώνες έπαιζαν χαρτιά στη γωνιά τους,  όταν άκουσε θόρυβο. Γύρισε και είδε μια άγνωστη, νεαρή κοπέλα,να κάθεται σε ένα τραπεζάκι και να τοποθετεί έναν φάκελο στα πόδια της ...
- Ξέρω, της λέει, καθώς πλησιάζει, ένα φραπέ, σκέτο,αχτύπητο!
-Καθίστε, του είπε εκείνη, χωρίς όμως ίχνος διαταγής στη φωνή της. Άρα, δε λάθεψα. Εσείς είσθε λοιπόν ο κυρ-Μιχάλης. Έρχομαι από την Ελπίδα. 
- Πού είναι το κορίτσι; Καλά είναι;
- Προσωρινά, ναι! Αλλά δε θα είναι για πολύ. Κινδυνεύει. Δηλαδή όλοι κινδυνεύουμε. Κι έτσι όπως έγιναν τα πράγματα κι εσείς κινδυνεύετε. Αλλά δεν ήξερα που αλλού να στραφώ για βοήθεια.... Θα τα πάρω με τη σειρά, όσο μπορώ... 

Εν τω μεταξύ, η ματιά της έπαιζε συνωμοτικά γύρω στο χώρο. Κοιτούσε διαρκώς έξω από τη τζαμαρία και μιλούσε όλο και πιο σιγανά. Ο κυρ Μιχάλης μετά βίας την παρακολουθούσε.
- Η Ελπίδα μεγάλωσε σε ίδρυμα, όπως ο Φώτης, ο φίλος της, όπως κι εγώ. Σε ορφανοτροφείο. Αυτή ήταν η κοινή μοίρα που μας ένωσε... Δεν γνωρίσαμε μάνα, ούτε πατέρα. Δεν νιώσαμε ποτέ το τρυφερό χάδι της μάνας. Δεν μεγαλώσαμε στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Δεν είχαμε την τύχη να παίξουμε στην πλάτη ενός πατέρα, δεν φτιάξαμε ένα παζλ μαζί, δεν κάναμε ποτέ μια οικογενειακή εκδρομή. Κανείς  δεν ήρθε να ρωτήσει με ενδιαφέρον το δάσκαλο για την επίδοση μας στο σχολείο. Γεννηθήκαμε άτυχοι. Αυτό! Άτυχοι! Με μια μοίρα σκληρή κι άδικη μας υποδέχθηκε τούτη η ζωή! Και δεν μάθαμε ποτέ γιατί...
- Κυρ Μιχάληηηηη! Έρχεσαι να πληρώσουμε. Θα την κάνουμε εμείς!
- Μισό κορίτσι μου, να με πληρώσει η "κομπανία"  κι επιστρέφω αμέσως!

Ο κυρ Μιχάλης πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην παρέα που ετοιμαζόταν να αναχωρήσει. Δεν είχε το νου του να ακούσει τα αστεία τους, όπως άλλες φορές... Έδωσε τα ρέστα και γύρισε αμέσως να επιστρέψει στο τραπεζάκι όπου είχε αφήσει μόνο του το κορίτσι... Και τότε πάγωσε! Η καρέκλα ήταν άδεια!