Μοιραία συνάντηση

Το μόνο που της έμενε να κάνει ήταν ή να παραδοθεί στη μοίρα που η Λεγεώνα της είχε προκαθορίσει ή να ξεφύγει. Πάτησε ενστικτωδώς το γκάζι. Το μαύρο τζίπ επιτάχυνε με ολοφάνερο το σκοπό της καταδίωξης. Ήταν ο στόχος! Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλάει  στο πρόσωπο της. Τα χέρια της παγωμένα μα σταθερά. Έστριψε απότομα το τιμόνι του αυτοκινήτου, το οποίο σε μια ξέφρενη πορεία βγήκε από το δρόμο. ‘Όταν το αυτοκίνητό σταμάτησε την τρελή πορεία του, άνοιξε χωρίς δεύτερη σκέψη την πόρτα και πήδηξε με δύναμη έξω. Το κορμί της πονούσε και από το πόδι της έτρεχε αίμα, μα δεν την ένοιαζε. Ήθελε να ζήσει! Άρχισε να τρέχει με όση δύναμη μπορούσε.

Το μαύρο τζίπ συνέχισε την πορεία του και έστριψε απότομα λίγο παρακάτω, όταν οι επιβάτες του αντιλήφθηκαν τι συνέβη. 
-Να πάρει... είπε βλοσυρά ο οδηγός και έφτυσε με οργή. Δύο κουστουμαρισμένοι γεροδεμένοι άντρες κατέβηκαν γρήγορα από το τζιπ. Άρχισαν σαν λαγωνικά να ψάχνουν για την κοπέλα.

Για καλή της τύχη, βρέθηκε σε ένα απόμερο δασύλλιο στα περίχωρα της πόλης. Το βαθύ σκοτάδι της νύχτας σε συνδυασμό με την πυκνή βλάστηση ήταν με το μέρος της. Κρύφτηκε σε μια συστάδα από θάμνους. Κουλουριάστηκε σαν μικρό πληγωμένο κουτάβι και ξέσπασε σε κλάματα. Κλάματα λύτρωσης που κατάφερε να ξεφύγει μα συνάμα και κλάματα πόνου για τον άδικο χαμό της Νάντιας. Μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος βαθύς και ταραγμένος.

Άνοιξε απότομα τα μάτια καθώς μια ελαφριά ακτίνα ηλίου φώτισε το μικρό καμαράκι από μια χαραμάδα. Πατάχτηκε κατευθείαν όρθια.
- Καλημέρα! της είπε καλοσυνάτα μια μεσήλικη γυναίκα. 
- Που βρίσκομαι; ποια είσαι εσύ; πως βρέθηκα εδώ; Ρώτησε και ο φόβος ήταν ολοφάνερος στη φωνή της.
- Με λένε Μάρθα. Σε βρήκε τα χαράματα στο δασύλλιο  ο Ανέστης, ο γιος μου.
- Ήσουν χτυπημένη και σχεδόν λιπόθυμη, πετάχτηκε ο Ανέστης, που δεν μιλούσε μέχρι τώρα. Σε μετέφερα στους ώμους μου μέχρι εδώ. Η μάνα περιποιήθηκε τις πληγές σου. Τι σου συνέβη κοπέλα μου;
- Σε παρακαλώ Ανέστη μη ρωτάς. Θέλω μόνο μια χάρη. 
Τα χέρια της άγγιξαν απαλά το λαιμό της. Έβγαλε με ευλάβεια την αλυσίδα που φορούσε. Με τρεμάμενα χέρια ξεκρέμασε ένα μενταγιόν. Το άνοιξε και μέσα κρυβόταν ένα σταυρουδάκι. Στη πίσω πλευρά του ήταν χαραγμένη μια διεύθυνση Φ Αγάπης 33 .
 - Ανέστη θέλω να με πας σε αυτή τη διεύθυνση. Όχι τώρα όμως, το βράδυ. Και σε παρακαλώ κυρία Μάρθα φέρε μου ένα ψαλίδι και ένα καθρέπτη.  

Η γυναίκα την κοίταξε παράξενα μα της έφερε όσα της ζήτησε η όμορφη κοπέλα. Η Ελπίδα ξεκίνησε να κόβει τούφα- τούφα τα μαλλιά της κάτω από τα απορημένα βλέμματα μάνας και γιου. Χρυσοχάλκινες μπούκλες έπεφταν στο πάτωμα. Σε λίγη ώρα είχε μεταμορφωθεί. Τα άλλοτε χρυσοχάλκινα μακριά μαλλιά της πήραν θέση από ένα αγορίστικο κοντό κούρεμα. Μα εξακολουθούσε να είναι όμορφη, με αυτά τα μάτια τα υπέροχα γαλαζοπράσινα.                                             
-Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω αυτά τα μάτια. Κρύβουν μυστήριο και ζεστασιά μαζί, σκέφτηκε ο Ανέστης και ένοιωσε τρυφερά τσιμπήματα στο μέρος της καρδιάς... Θα κάνω τα πάντα για αυτή...